We’ve updated our Terms of Use to reflect our new entity name and address. You can review the changes here.
We’ve updated our Terms of Use. You can review the changes here.

Κ​ώ​σ​τ​α​ς Κ​α​ρ​υ​ω​τ​ά​κ​η​ς​. Το γ​έ​λ​ι​ο τ​ω​ν α​ι​ώ​ν​ω​ν​.

by ΤΟ ΚΟΥTΙ ΜΕ ΤΑ ΠΟΥΡΑ

/
  • Streaming + Download

    Purchasable with gift card

     

1.
Gala 03:58
Θα γλεντήσω κι εγώ μια νύχτα. Μαυροντυμένοι απόψε, φίλοι ωχροί, ελάτε στο δικό μου περιβόλι, μ’ έναν παλμό το βράδυ το βαρύ για ναν το ζήσουμ’ όλοι. Τ’ αστέρια τρεμουλιάζουνε καθώς το μάτι ανοιγοκλεί προτού δακρύσει. Ο κόσμος τω’ δεντρώνε ρεύει ορθός. Κλαίει παρακάτου η βρύση. Από τα σπίτια που είναι σα βουβά, κι ας μίλησαν τη γλώσσα του θανάτου, με φρίκη το φεγγάρι αποτραβά τ’ ασημοδάχτυλά του. Είναι το βράδυ απόψε θλιβερό κι εμείς θαν το γλεντήσουμε το βράδυ, όσοι έχουμε το μάτι μας ογρό και μέσα μας τον άδη. Οι μπάγκοι μάς προσμένουν. Κι όταν βγει το πρώτο ρόδο στ’ ουρανού την άκρη, όταν θα σκύψει απάνου μας η αυγή στο μαύρο μας το δάκρυ θα καθρεφτίσει τ’ απαλό της φως. Γιομάτοι δέος ορθοί θα σηκωθούμε, τον πόνο του θα ειπεί κάθε αδερφός κι όλοι σκυφτοί θ’ ακούμε. Κι ως θα σας λέω για κάτι ωραίο κι αβρό που σκυθρωποί το τριγυρίζουν πόθοι, τη λέξη τη λυπητερή θα βρω που ακόμα δεν ειπώθη. Μαυροντυμένοι απόψε, φίλοι ωχροί, ελάτε στο δικό μου περιβόλι, μ’ έναν παλμό το βράδυ το βαρύ για ναν το ζήσουμ’ όλοι.
2.
Είναι άνθρωποι που την κακήν ώρα την έχουν μέσα τους. Χεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλα κι απ’ τη χαρά ζεστά των φιλημάτων, χεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλα χτυπήσατε τις πόρτες των θανάτων· ματάκια μου που κάτι το εδιψάσατε και διψασμένα εμείνατε ποτήρια, ματάκια μου που κάτι το εδιψάσατε κι εμείνατε κλεισμένα παραθύρια· ω, που ’χατε πολλά να ειπείτε, στόματα, κι ο λόγος σάς εδιάλεξε για τάφο, ω, που ’χατε πολλά να ειπείτε, στόματα, και τον καημό δεν είπατε που γράφω· μάτια, χεράκια, στόματα, ιστορήστε μου τον πόνο κάποιας ώρας, κάποιου τόπου μάτια, χεράκια, στόματα, ιστορήστε μου τον Πόνο των Πραμάτων και του Ανθρώπου. *στον Γιάννη Φούτρα.
3.
Μέσ’ από το βάθος των καλών καιρών οι αγάπες μας πικρά μάς χαιρετάνε. Δεν αγαπάς και δε θυμάσαι, λες. Κι αν φούσκωσαν τα στήθη κι αν δακρύζεις που δεν μπορείς να κλάψεις όπως πρώτα, δεν αγαπάς και δε θυμάσαι, ας κλαις. Ξάφνου θα ιδείς δυο μάτια γαλανά —πόσος καιρός!— τα χάιδεψες μια νύχτα· και σα ν’ ακούς εντός σου να σαλεύει μια συφορά παλιά και να ξυπνά. Θα στήσουνε μακάβριο το χορό οι θύμησες στα περασμένα γύρω· και θ’ ανθίσει στο βλέφαρο σαν τότε και θα πέσει το δάκρυ σου πικρό. Τα μάτια που κρεμούν —ήλιοι χλωμοί— το φως στο χιόνι της καρδιάς και λιώνει, οι αγάπες που σαλεύουν πεθαμένες, οι πρώτοι ξανά που άναψαν καημοί…
4.
Ύπνος 03:19
Θα μας δοθεί το χάρισμα και η μοίρα να πάμε να πεθάνουμε μια νύχτα στο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδας; Γλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκια γλυκά. Κι απάνωθέ μας θε να φεύγουν, στον ουρανό, τ’ αστέρια και τα εγκόσμια. Θα μας χαϊδεύει ως όνειρο το κύμα. Και γαλανό σαν κύμα τ’ όνειρό μας θα μας τραβάει σε χώρες που δεν είναι. Αγάπες θα ’ναι στα μαλλιά μας οι αύρες, η ανάσα των φυκιών θα μας μυρώνει, και κάτου απ’ τα μεγάλα βλέφαρά μας, χωρίς ναν το γρικούμε, θα γελάμε. Τα ρόδα θα κινήσουν απ’ τους φράχτες, και θά ’ρθουν να μας γίνουν προσκεφάλι. Για να μας κάνουν αρμονία τον ύπνο, θ’ αφήσουνε τον ύπνο τους αηδόνια. Γλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκια γλυκά. Και τα κορίτσια του χωριού μας, αγριαπιδιές, θα στέκουνε τριγύρω και, σκύβοντας, κρυφά θα μας μιλούνε για τα χρυσά καλύβια, για τον ήλιο της Κυριακής, για τις ολάσπρες γάστρες, για τα καλά τα χρόνια μας που πάνε. Το χέρι μας κρατώντας η κυρούλα, κι όπως αργά θα κλείνουμε τα μάτια, θα μας δηγιέται —ωχρή— σαν παραμύθι την πίκρα της ζωής. Και το φεγγάρι θα κατεβεί στα πόδια μας λαμπάδα την ώρα που στερνά θα κοιμηθούμε στο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδας. Γλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκια που όλη τη μέρα εκλάψαν κι αποστάσαν.
5.
(Comtesse Mathieu de Noailles) Όταν πια θα ’μαι κουρασμένη εδώ να ζω μόνη και ξένη χρόνους αβίωτους, θα πάω να δω τη χώρα που ’ναι οι ποιητές και καρτερούνε με το βιβλίο τους. François Villon, σκιά μου φίλη, που ταπεινά καθώς οι γρύλοι ετραγουδούσες, πόσο η ψυχή μου θα σ’ επόνει, όταν σ’ επρόσμενε η αγχόνη κι έκλαιαν οι Μούσες! Τάχα τρεκλίζοντας ακόμα, Βερλέν, κρατάς αυλό στο στόμα, δεύτερος Παν, πάντα είσαι απλός και θείος εσύ, μεθώντας με οίστρο, με κρασί, pauvre Lélian; Και τέτοιο αν είχες ριζικό, που άλλο δεν είναι πιο φριχτό, Ερίκε Χάινε, ούτ’ έτσι ωραίο σαν το δικό σου, στα χέρια μου το μέτωπό σου γείρε και πράυνε. Εμένα διάβηκε η ζωή όλη ένα δάκρυ, απ’ το πρωί έως την εσπέρα. Κι άλλο πια τώρα δε μου μένει, παρά, θεοί μου αγαπημένοι, νά ’ρθω εκεί πέρα.
6.
Ultima* 01:19
Στον Fred. Despax Βρέχει. Ονειρεύομαι. Θαρρώ πλατάνι ναν τη σκέπει, στο δρόμο εκεί να ορθώνεται, στο φως, μια προτομή μαρμάρινη. Τ’ αδέρφι μου τη βλέπει διαβαίνοντας και μουρμουρίζει: «Αυτός». Θα ’χεις πολύ, αδερφέ, αγαπήσει μόλους και νησιά, τη θάλασσα περσότερο, τ’ αγέρι· εγώ τα ωραία τραγούδια, τα βιβλία, τη μοναξιά. Μα θα ’χουμε και οι δύο τόσο υποφέρει! (Émile Despax) *Στον Βίκτωρα
7.
Δικά μου οι Στίχοι, απ’ το αίμα μου, παιδιά. Μιλούνε, μα τα λόγια σαν κομμάτια τα δίνω από την ίδια μου καρδιά, σα δάκρυα τους τα δίνω από τα μάτια. Πηγαίνουν με χαμόγελο πικρό, αφού τη ζωήν ανιστορίζω τόσο. Ήλιο και μέρα και ήλιο τους φορώ, ζώνη ναν τα ’χουν όταν θα νυχτώσω. Τον ουρανόν ορίζουνε, τη γη. Όμως ρωτιούνται ακόμα σαν τί λείπει και πλήττουνε και λιώνουν πάντα οι γιοι μητέρα που γνωρίσανε τη Λύπη. Το γέλιο του απαλότερου σκοπού, το πάθος μάταια χύνω του φλαούτου· είμαι γι’ αυτούς ανίδεος ρήγας που έχασε την αγάπη του λαού του. Και ρεύουνε και σβήνουν και ποτέ δεν παύουνε σιγά σιγά να κλαίνε. Αλλού κοιτώντας διάβαινε, Θνητέ· Λήθη, το πλοίο σου φέρε μου να πλένε.
8.
—Αγάπη μου, ήσουνα παιδί· παιδί μου, είσαι άντρας τώρα· σύρε, ακριβέ μου, στο καλό, μη σε προφτάσει η μπόρα. —Μάνα μου, κοίτα, ενύχτωσε· πώς να κινήσω; βρέχει· μάνα, μια θλίψη με κρατεί και μια τρομάρα μ’ έχει. —Παιδί μου, όλοι θα φύγουνε· κι αν μείνεις τελευταίος; σύρε· και πάντα να ’σαι ορθός και πάντα να ’σαι ωραίος. —Μάνα, ο χειμώνας ρυάζεται κι η νύχτα αγκομαχάει· με δένει, μάνα, μια ντροπή, κι ένας καημός με πάει. —Βλέπε, παιδί μου, πάντα ομπρός. Το χτες μη σε πικραίνει. Τώρα η ζωή σαν άλογο στην πόρτα σε προσμένει. —Μάνα, οι ανέμοι ρίξανε του δρόμου το πλατάνι· με τρώει, μανούλα, η θύμηση, κι ο πόνος με δαγκάνει. —Παιδί μου, όλοι θα φύγουνε· κι αν μείνεις τελευταίος; σύρε· και πάντα να ’σαι ορθός και πάντα να ’σαι ωραίος. —Μάνα μου, κοίτα, ενύχτωσε· πώς να κινήσω; βρέχει· μάνα, μια θλίψη με κρατεί και μια τρομάρα μ’ έχει.
9.
Το θάνατό μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύση και τον ζητούν τα πορφυρά στόματα των ανθών. Αν έρθει πάλιν η άνοιξη, πάλι θα μας αφήσει, κι ύστερα πια μήτε σκιές δεν είμεθα σκιών. Το θάνατό μας καρτερεί το λαμπρό φως του ηλίου. Τέτοια θα δούμε ακόμη μια δύση θριαμβική, κι ύστερα φεύγουμεν από τα βράδια του Απριλίου, στα σκοτεινά πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κει. Αν τη ζωή περνούσαμε την ίδια έχοντας άτι, ή αρρωστημένα γέρναμε παιδιά του ρεμβασμού, φεύγουμε δίχως απ'εδώ νά 'χουμε πάρει κάτι, ούτε και την ενθύμηση του μάταιου ερχομού. Μόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοι δέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε, καθώς τα περιστέρια που σκορπούν οι ναυαγοί στην τύχη, κι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός.
10.
Καλό ταξίδι, αλαργινό καράβι μου, στου απείρου και στης νυχτός την αγκαλιά, με τα χρυσά σου φώτα! Να ’μουν στην πλώρη σου ήθελα, για να κοιτάζω γύρου σε λιτανεία να περνούν τα ονείρατα τα πρώτα. Η τρικυμία στο πέλαγος και στη ζωή να παύει, μακριά μαζί σου φεύγοντας πέτρα να ρίχνω πίσω, να μου λικνίζεις την αιώνια θλίψη μου, καράβι, δίχως να ξέρω πού με πας και δίχως να γυρίσω!
11.
Αφού κι η τελευταία εχάθη μάχη, τρεις ιππείς επιστρέφουνε μονάχοι. Από βαθειές πληγές το αίμα ρέει ζεστό, τ’ άλογο σκύβει να το εισπνέει. Από τη σέλα το αίμα τ’ αναβάτου, κι από τους χαλινούς, έφτασε κάτου. Αγάλι αγάλι τ’ άλογο πηγαίνει, αλλά το αίμα τρέχει και πληθαίνει. Οι τρεις ιππείς πηγαίνουν πλάι πλάι, ο ένας στον άλλο γέρνει κι ακουμπάει. Στο πρόσωπο βλέπουν ο ένας τον άλλο, και λένε μ’ αναστεναγμό μεγάλο: —Από μια κόρη τρυφερά αγαπούμαι, γι’ αυτό τώρα πεθαίνοντας λυπούμαι. —Έχω χτήματα πολλά, σπίτια, δάση, κι η νύχτα έτσι νωρίς θα με σκεπάσει. —Δεν έχω πάρεξ το Θεό του κόσμου, μα πόσο με φοβίζει ο θάνατός μου! Και καθώς με τ’ άλογα προχωρούνε, τρία κοράκια γύρω τους πετούνε. Τους μοιράζονται, κρώζοντας καθένα: —Δικοί σας οι δυο, κι ο τρίτος εμένα. ( Nicolaus Lenau )
12.
Θέλω να φύγω πια αποδώ, θέλω να φύγω πέρα, σε κάποιο τόπο αγνώριστο και νέο, θέλω να γίνω μια χρυσή σκόνη μες στον αιθέρα, απλό στοιχείο, ελεύθερο, γενναίο. Σαν όνειρο να φαίνονται απαλό και να μιλούνε έως την ψυχή τα πράγματα του κόσμου, ωραία να ’ναι τα πρόσωπα και να χαμογελούνε, ωραίος ακόμη ο ίδιος εαυτός μου. Σκοτάδι τόσο εκεί μπορεί να μην υπάρχει, θεέ μου, στη νύχτα, στην απόγνωση των τόπων, στο φοβερό στερέωμα, στην ωρυγή του ανέμου, στα βλέμματα, στα λόγια των ανθρώπων. Να μην υπάρχει τίποτε, τίποτε πια, μα λίγη χαρά και ικανοποίησις να μένει, κι όλοι να λένε τάχα πως έχουν για πάντα φύγει, όλοι πως είναι τάχα πεθαμένοι.
13.
Δέντρο 02:29
Με αδιάφορο το μέτωπο και πράο, τα δείλια, τις αυγές θα χαιρετάω. Δέντρο θα στέκομαι, όμοια να κοιτάζω τη θύελλαν ή τον ουρανό γαλάζο. Είναι ζωή, θα λέω, το φέρετρο όπου λύπη, χαρά τελειώνουνε του ανθρώπου.
14.
Μην στέκεστε πάνω απ' τον τάφο και θρηνείτε, ούτε κοιμάμαι, ούτε μέσα θα με βρείτε. Τώρα είμαι ο άγριος αέρας που σφυρίζει, είμαι η σιγανή βροχή που ψιθυρίζει, είμαι το άσπρο απαλά που πέφτει χιόνι, είμαι ο αγρός που αγρότης τον οργώνει, η πρωινή είμαι του κήπου ησυχία, η σιωπηλή μοναχική δεντροστοιχια, η θάλασσα που αντιφεγγιζει το φεγγάρι, και τα πουλιά που κύκλους κάνουνε με χάρη, της νύχτας είμαι η φωτεινή λάμψη των άστρων, η στάχτη των τζακιών πεσμένων κάστρων, των κοτσυφιών το ανέμελο τραγούδι, κάθε που άνθισε την άνοιξη λουλούδι, των σιωπηλών δωμάτιων η γαλήνη, κάθε τι όμορφο στην πλάση που έχει μείνει. Μην στέκεστε πάνω στον τάφο μου και κλαίτε, δεν πέθανα, δεν είμαι εκεί που λέτε. ( Clare Harner )

credits

released July 21, 2022

"The Queen" Anna Kingdoms: vocal (13)

Eugeen "O'Neal' Littlepriest : vocal (5,8)

Albina "Saint" Spirit : vocal (1,14)

Silvie Makita Podarila : bark vocals

"Talula" Fuega Fuente : bark vocals

Kimon "the source" Atelis: vocals, cigar box lutes, cigar box guitars, cigar box uke, wine box bass, melodica, harmonium, percussions

Dj PiPiS: vocals, claps, cigar box maracas

Tom "Hoffa" Patheos: vocals, PVC flutes, claps

Panos Magnitis: vocals, cigar box guitars, cigar box lutes

Paul "the net" Vigonette: vocals, cigar box bass

Stevie Delay: vocals, wine box cajon, percussions

Nick "the gig" McChris : accordion


Μηχανικοί ήχου :

Vaggelis "Island" Tountas,
Pantelis "pad" Sarantos ,
Kimon "the source" Atelis,
Dimitris Palaiogianis (Sun Inside Studio).

Mastering: "Master" Vangelis Apostolou

Παραγωγή: Η Λέσχη των Τιποτένιων.

license

all rights reserved

tags

If you like ΤΟ ΚΟΥTΙ ΜΕ ΤΑ ΠΟΥΡΑ, you may also like: